κυμβίον: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(nl) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κυμβίον -ου, τό kleine beker. | |elnltext=κυμβίον -ου, τό kleine beker. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κυμβίον:''' τό небольшая чаша, чашка Democr. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of κύμβη (A) 1,
A small cup, IG22.1522.32,11(2).145.48 (Delos, iv B.C.), Theopomp.Com.31, Philem.84, Alex.2.6, D.21.158, cf. Ath.11.481d; also, Dim. of κύμβη (A) 11, Hsch., Suid.: κυμβεῖον, Pherecr.66, Paus Gr.Fr.242.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβίον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., μικρὸν ποτήριον, Λατ. cymbium, Συλλ. Ἐπιγρ. 159, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 481 κἑξ., Ἄλεξ. παρὰ τῷ αὐτῷ 230C, Δημ. 588. 18., 565. ἐν τέλ., κτλ.· ― ἐν Α. Β. 274, Ἐτυμολ. Μέγ. 545. 31, κυμβεῖον, καὶ κυμβαῖον παρ’ Εὐστ. 584. 19 κἑξ.
Greek Monolingual
κυμβίον, τὸ (Α)
μικρό ποτήρι, μικρό κύπελλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβη (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ίον].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυμβίον -ου, τό kleine beker.
Russian (Dvoretsky)
κυμβίον: τό небольшая чаша, чашка Democr.