μεταπεμπτέος: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταπεμπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί [[αλλού]], σε Θουκ. | |lsmtext='''μεταπεμπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί [[αλλού]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταπεμπτέος:''' за которым следует послать, который нужно требовать (ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:23, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A to be sent for, Th.6.25.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ μεταπέμπεσθαι, Θουκ. 6. 25.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’on peut ou qu’il faut mander.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.
Greek Monolingual
μεταπεμπτέος, -α, -ον (Α) μεταπέμπω
αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.
Greek Monotonic
μεταπεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί αλλού, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μεταπεμπτέος: за которым следует послать, который нужно требовать (ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.).