τεμάχιον: Difference between revisions
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τεμάχιον:''' τό, υποκορ. του <i>τέμᾰχος</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''τεμάχιον:''' τό, υποκορ. του <i>τέμᾰχος</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τεμάχιον:''' (ᾰ) τό кусочек, ломтик Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of τέμαχος, Hp.Aff.43 (v.l.), Pl.Smp.191e, Amphis 35, Crobyl.8.
German (Pape)
[Seite 1089] τό, dim. von τέμαχος, Plat. Conv. 191 e; übh. Bruchstück, Glied, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τεμάχιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τέμᾰχος, Ἱππ. 526. 35, Πλάτ. Συμπ. 191Ε· λαβρακίου τεμάχια Ἄμφις ἐν «Φιλεταίρῳ» 1, Κρώβυλος ἐν Ἀδήλ. 1.
Greek Monotonic
τεμάχιον: τό, υποκορ. του τέμᾰχος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τεμάχιον: (ᾰ) τό кусочек, ломтик Plat.