Σοφοκλέης: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Σοφοκλέης:''' συνηρ. -κλῆς, <i>ὁ</i>· γεν. <i>-έους</i>, μεταγεν. <i>-έος</i>, αιτ. <i>-έα</i>· Σοφοκλής, [[ένας]] από τους [[τρεις]] μεγάλους τραγικούς ποιητές της αρχαιότητας, σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''Σοφοκλέης:''' συνηρ. -κλῆς, <i>ὁ</i>· γεν. <i>-έους</i>, μεταγεν. <i>-έος</i>, αιτ. <i>-έα</i>· Σοφοκλής, [[ένας]] από τους [[τρεις]] μεγάλους τραγικούς ποιητές της αρχαιότητας, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''Σοφοκλέης:''' стяж. [[Σοφοκλῆς]], έους, поэт. έος ὁ Софокл<br /><b class="num">1)</b> греч. трагик, сын Софилла, родом из Колона, 496-406 гг. до н. э.;<br /><b class="num">2)</b> сын Аристона, внук предыдущего, трагик;<br /><b class="num">3)</b> сын Состратида, афинский полководец во время Пелопоннесской войны Thuc., Xen.
}}
}}

Revision as of 13:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σοφοκλέης Medium diacritics: Σοφοκλέης Low diacritics: Σοφοκλέης Capitals: ΣΟΦΟΚΛΕΗΣ
Transliteration A: Sophokléēs Transliteration B: Sophokleēs Transliteration C: Sofokleis Beta Code: *sofokle/hs

English (LSJ)

Ar.Ra.787, Pax 695, contr. Σοφοκλῆς, IG12.202.36, 22.2325.5, Th.4.3, ὁ; gen. έους Ar.Pax697; poet. also έος AP7.22.1 (Simm.), 37.1 (Diosc.); acc. έα ib.21.1 (Simm.); ῆ (v.l. ῆν) Epigr. in Vit.Soph.:—Sophocles:—Adj. Σοφόκλειος, α, ον, D.H.Comp.9.

Greek (Liddell-Scott)

Σοφοκλέης: Ἀριστοφ. Βάτρ. 787, Εἰρ. 695, συνῃρ. Σοφοκλῆς, ὁ· γεν. -έους, μεταγεν. καὶ -έος· αἰτ. -έα, μεταγεν. καὶ -ῆν Ἐπίγραμμ. ἐν βίῳ Σοφ. ― Ἐπίθ. Σοφόκλειος, α, ον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 9.

French (Bailly abrégé)

έους (ὁ) :
Sophocle :
1 célèbre poète tragique;
2 autres.
Étymologie: σοφός, κλέος.

Greek Monotonic

Σοφοκλέης: συνηρ. -κλῆς, · γεν. -έους, μεταγεν. -έος, αιτ. -έα· Σοφοκλής, ένας από τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές της αρχαιότητας, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Σοφοκλέης: стяж. Σοφοκλῆς, έους, поэт. έος ὁ Софокл
1) греч. трагик, сын Софилла, родом из Колона, 496-406 гг. до н. э.;
2) сын Аристона, внук предыдущего, трагик;
3) сын Состратида, афинский полководец во время Пелопоннесской войны Thuc., Xen.