τηλέπλανος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηλέπλᾰνος:''' -ον, αυτός που παραπλανά από [[μακριά]], ύπουλος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τηλέπλᾰνος:''' -ον, αυτός που παραπλανά από [[μακριά]], ύπουλος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηλέπλᾰνος:''' далеко блуждающий, т. е. дальний, отдаленный (πλάναι Aesch.).
}}
}}

Revision as of 13:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλέπλᾰνος Medium diacritics: τηλέπλανος Low diacritics: τηλέπλανος Capitals: ΤΗΛΕΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: tēléplanos Transliteration B: tēleplanos Transliteration C: tileplanos Beta Code: thle/planos

English (LSJ)

ον,

   A far-wandering, πλάναι τ. devious wanderings, A.Pr.576 (lyr., restored by Seidler metri gr. for τηλέπλαγκτοι).

Greek (Liddell-Scott)

τηλέπλᾰνος: ὁ μακρὰν πλανώμενος, ποῖ μ’ ἄγουσι τηλέπλανοι πλάναι; Αἰσχύλ. Πρ. 576· - ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ τηλέπλαγκτοι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui erre au loin.
Étymologie: τῆλε, πλανάομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. ἀλί-πλανος, πολύ-πλανος].

Greek Monotonic

τηλέπλᾰνος: -ον, αυτός που παραπλανά από μακριά, ύπουλος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τηλέπλᾰνος: далеко блуждающий, т. е. дальний, отдаленный (πλάναι Aesch.).