δαπάνησις: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(8)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαπάνησις]], η (AM [[δαπανώ]]<br />το να δαπανηθεί ή να καταναλωθεί [[κάτι]].
|mltxt=[[δαπάνησις]], η (AM [[δαπανώ]]<br />το να δαπανηθεί ή να καταναλωθεί [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰπάνησις:''' εως ἡ расходование, издержки Arst.
}}
}}

Revision as of 13:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰπᾰνησις Medium diacritics: δαπάνησις Low diacritics: δαπάνησις Capitals: ΔΑΠΑΝΗΣΙΣ
Transliteration A: dapánēsis Transliteration B: dapanēsis Transliteration C: dapanisis Beta Code: dapa/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A consuming, devouring, Aristeas 146.

German (Pape)

[Seite 522] ἡ, das Aufwenden, Aufwand, Arist. bei Euseb. praep. ev. 372 c.

Greek (Liddell-Scott)

δαπάνησις: -εως, ἡ, δαπάνη, ἔξοδον, Εὐσ. Ε. Π. 372C.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de consumir τὴν τροφὴν ἔχοντα δαπάνησιν τῶν προειρημένων ἡμέρων (πτηνῶν) que se alimentan devorando las (aves) domésticas mencionadas Aristeas 146
consunción ῥοιάς ἐστι τῆς ἐγκανθίου σαρκὸς δ. ᾗ τὸ δάκρυον ἀπορρεῖ Gal.19.437.
2 cuenta de gastos κράτησον τὴν ἐπιστολὴν εἰς δαπάνησίν σου Stud.Pal.20.125.3 (V d.C.) en ZPE 76.1989.112.

Greek Monolingual

δαπάνησις, η (AM δαπανώ
το να δαπανηθεί ή να καταναλωθεί κάτι.

Russian (Dvoretsky)

δᾰπάνησις: εως ἡ расходование, издержки Arst.