συναπόδημος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(39)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[ἀπόδημος]]<br /><b>1.</b> [[ακόλουθος]] αυτοκράτορα<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[συναπόδημοι]]<br />αυτοί που αποδημούν [[μαζί]], οι από κοινού απόδημοι.
|mltxt=ὁ, Α [[ἀπόδημος]]<br /><b>1.</b> [[ακόλουθος]] αυτοκράτορα<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[συναπόδημοι]]<br />αυτοί που αποδημούν [[μαζί]], οι από κοινού απόδημοι.
}}
{{elru
|elrutext='''συναπόδημος:''' ὁ находящийся (вместе с кем-л.) за границей Arst.
}}
}}

Revision as of 13:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1002] mit, zugleich abwesend, Arist. pol. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de voyage en pays étranger.
Étymologie: σύν, ἀπόδημος.

Greek Monolingual

ὁ, Α ἀπόδημος
1. ακόλουθος αυτοκράτορα
2. στον πληθ. οἱ συναπόδημοι
αυτοί που αποδημούν μαζί, οι από κοινού απόδημοι.

Greek Monolingual

ὁ, Α ἀπόδημος
1. ακόλουθος αυτοκράτορα
2. στον πληθ. οἱ συναπόδημοι
αυτοί που αποδημούν μαζί, οι από κοινού απόδημοι.

Russian (Dvoretsky)

συναπόδημος: ὁ находящийся (вместе с кем-л.) за границей Arst.