ὑπαποκινέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπαποκῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αμτβ., απομακρύνομαι [[κρυφά]], κινούμαι [[κρυφά]] ή ύποπτα, με γεν., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὑπαποκῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αμτβ., απομακρύνομαι [[κρυφά]], κινούμαι [[κρυφά]] ή ύποπτα, με γεν., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαποκῑνέω:''' слегка отстраняться, отходить: ὑ. τῆς ὁδοῦ Arph. уходить прочь; τουτὶ πονηρόν ἀλλ᾽ [[ὑπαποκινητέον]] Arph. дело плохо, надо сматываться.
}}
}}

Revision as of 13:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαποκῑνέω Medium diacritics: ὑπαποκινέω Low diacritics: υπαποκινέω Capitals: ΥΠΑΠΟΚΙΝΕΩ
Transliteration A: hypapokinéō Transliteration B: hypapokineō Transliteration C: ypapokineo Beta Code: u(papokine/w

English (LSJ)

intr.,

   A move off secretly or softly, sneak away, c. gen., τῆς ὁδοῦ Ar.Av.1011.

German (Pape)

[Seite 1182] intr., sich heimlich od. sacht davon machen, τῆς ὁδοῦ Ar. Av. 1012.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαποκῑνέω: ἀμεταβ., ἀποσύρομαι σιγὰ σιγά, ἀπομακρύνομαι, ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1011. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 492.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se détourner tout doucement : τῆς ὁδοῦ du chemin.
Étymologie: ὑπό, ἀποκινέω.

Greek Monotonic

ὑπαποκῑνέω: μέλ. -ήσω, αμτβ., απομακρύνομαι κρυφά, κινούμαι κρυφά ή ύποπτα, με γεν., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαποκῑνέω: слегка отстраняться, отходить: ὑ. τῆς ὁδοῦ Arph. уходить прочь; τουτὶ πονηρόν ἀλλ᾽ ὑπαποκινητέον Arph. дело плохо, надо сматываться.