δωροδοκία: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δωροδοκία:''' ἡ, [[αποδοχή]] δώρων ως [[εξαγορά]], [[δεκτικότητα]] προς τη [[δωροδοκία]], σε Ρήτ.
|lsmtext='''δωροδοκία:''' ἡ, [[αποδοχή]] δώρων ως [[εξαγορά]], [[δεκτικότητα]] προς τη [[δωροδοκία]], σε Ρήτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δωροδοκία:''' ἡ тж. pl. получение взяток, мздоимство, подкупность Lys., Aeschin., Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 13:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροδοκία Medium diacritics: δωροδοκία Low diacritics: δωροδοκία Capitals: ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ
Transliteration A: dōrodokía Transliteration B: dōrodokia Transliteration C: dorodokia Beta Code: dwrodoki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A taking of bribes, freq. in Oratt., as And.4.30; δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Lys. 21.21; -ίας κατηγορεῖν Aeschin.2.3: pl., ibid.; also, giving of bribes, corruption, in pl., D.C.39.55, 50.7.

German (Pape)

[Seite 695] ἡ, die Annahme eines Geschenkes, Bestechlichkeit; καταγνῶναί τινος Lys. 21, 21; Din. 2, 5; δωροδοκίας κατηγορεῖν Aesch. 1, 3; Pol. 18, 7, 7 u. Sp. – Das Geben eines Geschenkes, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

δωροδοκία: ἡ, τὸ δέχεσθαι δῶρα ἐπὶ διάφθορᾷ, συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὡς Ἀνδοκ. 33. 11· δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Λυκοῦργ. 163. 34· δωροδοκίας κατηγορεῖν Αἰσχίν. 28. 12· πρβλ. δῶρον Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
corruption par des présents, vénalité.
Étymologie: δωροδόκος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 aceptación de un soborno, venalidad τῆς παρανομίας καὶ τῆς δωροδοκίας μάρτυρες And.4.30, μὴ καταγνῶναι δωροδοκίαν ἐμοῦ Lys.21.21, κατηγορεῖν δωροδοκίας acusar de venalidad Aeschin.2.3, cf. 3.149, δ. καὶ πλεονεξία Plu.2.27c, τὰς χεῖρας δωροδοκίας ἀπεχόμενας Thdt.Is.10.144, frec. c. gen. de pers. ἡ τῶν προεστώτων δ. Plb.5.43.6, Σκαύρου I.BI 1.132, cf. 297, δικαστῶν ... καὶ στρατοπέδων Plu.Cor.14
jur. acusación por aceptación de soborno Din.Fr.4b.1, 2.
2 hecho de sobornar, soborno τὸ τῆς δωροδοκίας μάθημα Theopomp.Hist.90, κατὰ τὴν Ἑλλάδα τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης Plb.18.34.7, cf. D.H.4.40, τὰς χώρας ἐνέπλησαν κακῶν ... δωροδοκίαις, ἁρπαγαῖς Ph.2.532, cf. D.C.39.55.1, 50.7.2.

Greek Monolingual

η (AM δωροδοκία)
1. αποδοχή δώρου για παράβαση καθήκοντος
2. διαφθορά με δώρα, δεκασμός.

Greek Monotonic

δωροδοκία: ἡ, αποδοχή δώρων ως εξαγορά, δεκτικότητα προς τη δωροδοκία, σε Ρήτ.

Russian (Dvoretsky)

δωροδοκία: ἡ тж. pl. получение взяток, мздоимство, подкупность Lys., Aeschin., Polyb., Plut.