λυγοτευχής: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῠγοτευχής:''' -ές ([[τεύχω]]), φτιαγμένος από [[λυγαριά]], σε Ανθ. | |lsmtext='''λῠγοτευχής:''' -ές ([[τεύχω]]), φτιαγμένος από [[λυγαριά]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῠγοτευχής:''' сплетенный из ивовых прутьев, ивовый ([[κύρτος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A made of withes, κύρτος AP9.562 (Crin.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠγοτευχής: -ές, πεποιημένος ἐκ λυγαρ~ιᾶς, κύρτος Ἀνθ. Π. 9. 562.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
travaillé avec de l’osier.
Étymologie: λύγος, τεύχω.
Greek Monolingual
λυγοτευχής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεο-τευχής, τοξο-τευχής].
Greek Monotonic
λῠγοτευχής: -ές (τεύχω), φτιαγμένος από λυγαριά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῠγοτευχής: сплетенный из ивовых прутьев, ивовый (κύρτος Anth.).