ἄτρομος: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄτρομος:''' -ον ([[τρέμω]]), [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], [[απτόητος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἄτρομος:''' -ον ([[τρέμω]]), [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], [[απτόητος]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄτρομος:''' <b class="num">1)</b> бесстрашный, неустрашимый ([[θυμός]] Hom.; [[μένος]] Hom., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> спокойный, безмятежный ([[ὕπνος]], [[εὔπλοια]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A fearless, ἐν δέ τε θυμὸς στήθεσιν ἄ. ἐστι Il.16.163; μένος . . ἄ. 5.126, 17.157; σῶμα Orph.Fr.168.23; νεῦρα Aret.CA1.2; ἄ. ὕπνος calm, undisturbed, AP6.69 (Maced.). Adv. -μως Plu.2.474d, 475f.
German (Pape)
[Seite 389] nicht zitternd, unerschrocken, θυμός Il. 16, 163; μένος 5, 126; öfter sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne tremble pas, intrépide.
Étymologie: ἀ, τρέμω.
English (Autenrieth)
(τρέμω): intrepid, fearless. (Il.)
Spanish (DGE)
-ον
I 1intrépido θυμός Il.16.163, μένος Il.5.126, 17.157, ἀλκή A.R.3.1257, ἦτορ Opp.H.5.450, κόρη Lyc.1003, ἀνήρ Nonn.D.22.216, cf. Opp.H.3.44, Nonn.D.1.281, 11.118, 26.138, 216, σὺ δὲ χθόνα καὶ κατὰ πόντον ἄ. ἀΐσσεις Mosch.2.143, de animales ἄ. ἔσσω λέων Nonn.D.26.27.
2 en sent. fís. firme, vigoroso σῶμα ... ἄ. de Zeus, Orph.Fr.168.23, Ὦ Φύσι ... ἄτρομε Orph.H.10.26
•medic. no tembloroso ῥῖγος ἄ. escalofrío no acompañado de temblor Hp.Epid.4.45
•tenso ἄτρομα ἠδὲ κραταιὰ τὰ νεῦρα γίγνεται Aret.CA 1.2.10
•firme σφυγμοὶ ... ἄτρομοι, σφοδροί Aret.CA 2.3.18.
3 sin sobresaltos, tranquilo, reposado πλοΐη AP 9.107 (Leon.), ἄ. ὕπνος AP 6.69 (Maced).
II adv. -ως intrépidamente ἀ. καὶ ἀδεῶς Plu.2.85d, cf. 474d, θαρραλέως καὶ ἀτρόμως ὑπομεῖναι τὸ συμβαῖνον Plu.2.475f.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτρομος, -ον)
ατρόμητος, τολμηρός.
Greek Monotonic
ἄτρομος: -ον (τρέμω), άφοβος, ατρόμητος, απτόητος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτρομος: 1) бесстрашный, неустрашимый (θυμός Hom.; μένος Hom., Plut.);
2) спокойный, безмятежный (ὕπνος, εὔπλοια Anth.).