δυσανταγώνιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(9)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσανταγώνιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να τον ανταγωνιστεί.
|mltxt=[[δυσανταγώνιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να τον ανταγωνιστεί.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσανταγώνιστος:''' непобедимый, неопровержимый (ἐν τῷ συνθέσθαι Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 14:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαντᾰγώνιστος Medium diacritics: δυσανταγώνιστος Low diacritics: δυσανταγώνιστος Capitals: ΔΥΣΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysantagṓnistos Transliteration B: dysantagōnistos Transliteration C: dysantagonistos Beta Code: dusantagw/nistos

English (LSJ)

ον,

   A hard to struggle against, Paus.1.17.6, D.L.2.134, Jul.Or.1.34b.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu bekämpfen, Poll. 3, 141 u. Sp., wie D. L. 2, 134.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαντᾰγώνιστος: -ου, καθ᾿ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ ἀνταγωνισθῇ τις, Διογ. Λ. 2. 134.

Spanish (DGE)

-ον
1 que es adversario difícil, duro enemigo, difícil de combatir Θησεύς Paus.1.17.6, ἔθνη de celtas y gálatas, Iul.Or.1.34c, en el terreno de la dialéctica, D.L.2.134, παράταξις de una formación de batalla, Gr.Nyss.V.Mos.133.18, en sent. moral, Cyr.Al.M.74.173D, Sch.Pi.O.8.28c, c. dat. ἡ σάρξ ... ταῖς τοῦ πνεύματος ἐπιθυμίαις δ. Cyr.Al.Ep.Fest.1.3.32.
2 adv. -ως en forma difícil de combatir Poll.3.141.

Greek Monolingual

δυσανταγώνιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον ανταγωνιστεί.

Russian (Dvoretsky)

δυσανταγώνιστος: непобедимый, неопровержимый (ἐν τῷ συνθέσθαι Diog. L.).