κατακολλάω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(6_23)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακολλάω''': κολλῶ ἐπί τινος, [[ποικίλλω]] ἐγκολλῶν, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β. 2) συγκολλῶ, Ἀριστ. Προβλ. 9. 1· [[συνδέω]] στενῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.
|lstext='''κατακολλάω''': κολλῶ ἐπί τινος, [[ποικίλλω]] ἐγκολλῶν, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β. 2) συγκολλῶ, Ἀριστ. Προβλ. 9. 1· [[συνδέω]] στενῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακολλάω:''' склеивать(ся) (ᾠὰ κατακολλῶντα Arst.).
}}
}}

Revision as of 14:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακολλάω Medium diacritics: κατακολλάω Low diacritics: κατακολλάω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΛΑΩ
Transliteration A: katakolláō Transliteration B: katakollaō Transliteration C: katakollao Beta Code: katakolla/w

English (LSJ)

   A glue or fasten upon, inlay, θύρας Χρυσῷ J.AJ8.3.3:— Pass., ὀθονίῳ . . κατακεκολλήσθω . . τὸ ξύλον Hp.Art.7; θύραι κατεκεκόλληντο σανίσιν Callix.1.    2 glue together, Arist.Pr.889b14.

German (Pape)

[Seite 1355] verleimen, festleimen, u. übh. verbinden, zusammenfügen, Hippocr.; αἱ θύραι θυΐναις κατεκεκόλληντο σανίσι Callixen. bei Ath. V, 205 b; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακολλάω: κολλῶ ἐπί τινος, ποικίλλω ἐγκολλῶν, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β. 2) συγκολλῶ, Ἀριστ. Προβλ. 9. 1· συνδέω στενῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.

Russian (Dvoretsky)

κατακολλάω: склеивать(ся) (ᾠὰ κατακολλῶντα Arst.).