λακπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λακπάτητος:''' [πᾰ], -ον ([[λάξ]]), τσαλαπατημένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''λακπάτητος:''' [πᾰ], -ον ([[λάξ]]), τσαλαπατημένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λακπάτητος:''' (πᾰ) попранный ногами, растоптанный, поруганный, разрушенный ([[χαρά]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 14:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λακπᾰτητος Medium diacritics: λακπάτητος Low diacritics: λακπάτητος Capitals: ΛΑΚΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: lakpátētos Transliteration B: lakpatētos Transliteration C: lakpatitos Beta Code: lakpa/thtos

English (LSJ)

ον,

   A trampled on, trodden down, S.Ant.1275 (λαξπάτητον Eust., v.l. λεωπάτητον).

German (Pape)

[Seite 8] v. l. für λὰξ πάτητος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

λακπάτητος: [πᾰ], ον, καταπεπατημένος, «τσαλαπατημένος», Σοφ. Ἀντ. 1275, ἔνθα ὁ Εὐστ. (796, 5) λαξπάτητον, καὶ ἓν Ἀντίγραφ. λεωπάτητον. Ἴδε σημ. Jepp ἐν Ἀντιγ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. λαξπάτητος.

Greek Monolingual

λακπάτητος, -ον (Α) λακπατώ
καταπατημένος, τσαλαπατημένος, ποδοπατημένος («λακπάτητον ἀντρέπων χαράν», Σοφ.).

Greek Monotonic

λακπάτητος: [πᾰ], -ον (λάξ), τσαλαπατημένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

λακπάτητος: (πᾰ) попранный ногами, растоптанный, поруганный, разрушенный (χαρά Soph.).