δυσκατάστατος: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσκατάστᾰτος:''' -ον (καθ-[[ίστημι]]), [[δύσκολος]] να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν. | |lsmtext='''δυσκατάστᾰτος:''' -ον (καθ-[[ίστημι]]), [[δύσκολος]] να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκατάστατος:''' трудно приводимый в порядок, с трудом успокаиваемый (τὸ ταραχθῆναι Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to restore or rally, X.Cyr.5.3.43 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 682] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάστᾰτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à apaiser.
Étymologie: δυσ-, καθίστημι.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de arreglar, de mal arreglo τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar X.Cyr.5.3.43.
2 difícil de establecer, de comprender ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.in Phdr.132.
Greek Monolingual
δυσκατάστατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.
Greek Monotonic
δυσκατάστᾰτος: -ον (καθ-ίστημι), δύσκολος να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσκατάστατος: трудно приводимый в порядок, с трудом успокаиваемый (τὸ ταραχθῆναι Xen.).