κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
[Seite 1448] s. κλισία, κλισιάς, κλίσιον.
c. κλίσιον.
κλείσιον: τό = κλίσιον I.