κλείσιον

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

German (Pape)

[Seite 1448] s. κλισία, κλισιάς, κλίσιον.

French (Bailly abrégé)

c. κλίσιον.

Russian (Dvoretsky)

κλείσιον: τό = κλίσιον I.