μίλτινος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(25) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ο (Α [[μίλτινος]], -ίνη, -ον) [[μίλτος]]<br />κατασκευασμένος από μίλτο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μίλτινον</i><br />η [[μίλτος]]. | |mltxt=-ή, -ο (Α [[μίλτινος]], -ίνη, -ον) [[μίλτος]]<br />κατασκευασμένος από μίλτο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μίλτινον</i><br />η [[μίλτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μίλτῐνος:''' сделанный красной краской ([[γραμμή]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A of μίλτος, γραμμή Plu.2.1081b, cf. Cleom.2.1; τὸ μ., = μίλτος 1, Plu.2.287d.
German (Pape)
[Seite 186] = μίλτειος; τὸ μίλτινον, die rothe Farbe, Plut. qu. Rom. 98; μιλτίνη γραμμή, adv. Stoic. 40.
Greek (Liddell-Scott)
μίλτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μίλτου· τὸ μίλτινον = μίλτος ΙΙ, Πλούτ. 2. 1081Β.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de vermillon ; τὸ μίλτινον, vermillon.
Étymologie: μίλτος.
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α μίλτινος, -ίνη, -ον) μίλτος
κατασκευασμένος από μίλτο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μίλτινον
η μίλτος.
Russian (Dvoretsky)
μίλτῐνος: сделанный красной краской (γραμμή Plut.).