δοτική: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(9) |
(1b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[δοτική]]<br />Α [[δοτικός]], -ή, -όν)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τρίτη]] [[πτώση]] τών ονομάτων της αρχ. Ελληνικής, της Λατινικής και άλλων γλωσσών που σήμαινε αρχικά εκείνον στον οποίο δίνεται [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επίθ.</b> αυτός που δίνει εύκολα, που έχει την [[τάση]] να προσφέρει. | |mltxt=η (AM [[δοτική]]<br />Α [[δοτικός]], -ή, -όν)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τρίτη]] [[πτώση]] τών ονομάτων της αρχ. Ελληνικής, της Λατινικής και άλλων γλωσσών που σήμαινε αρχικά εκείνον στον οποίο δίνεται [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επίθ.</b> αυτός που δίνει εύκολα, που έχει την [[τάση]] να προσφέρει. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοτική:''' ἡ (sc. [[πτῶσις]]) грам. дательный падеж Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:44, 31 December 2018
Greek Monolingual
η (AM δοτική
Α δοτικός, -ή, -όν)
το θηλ. ως ουσ. η τρίτη πτώση τών ονομάτων της αρχ. Ελληνικής, της Λατινικής και άλλων γλωσσών που σήμαινε αρχικά εκείνον στον οποίο δίνεται κάτι
αρχ.
επίθ. αυτός που δίνει εύκολα, που έχει την τάση να προσφέρει.
Russian (Dvoretsky)
δοτική: ἡ (sc. πτῶσις) грам. дательный падеж Plut.