ἀκαλλιέρητος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκαλλιέρητος:''' -ον, αυτός που έλαβε [[κακό]] οιωνό· [[ἱερά]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''ἀκαλλιέρητος:''' -ον, αυτός που έλαβε [[κακό]] οιωνό· [[ἱερά]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκαλλιέρητος:''' культ. неугодный богам, являющийся дурным предзнаменованием, неблагоприятный ([[ἱερά]] Aesch., Luc.).
}}
}}

Revision as of 14:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαλλιέρητος Medium diacritics: ἀκαλλιέρητος Low diacritics: ακαλλιέρητος Capitals: ΑΚΑΛΛΙΕΡΗΤΟΣ
Transliteration A: akalliérētos Transliteration B: akallierētos Transliteration C: akallieritos Beta Code: a)kallie/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A not accepted by gods, ill-omened, ἱερά Aeschin. 3.131, 152.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαλλιέρητος: -ον, ὃν δὲν ἀπεδέξαντο οἱ θεοί, ὁ κακὸν οἰωνὸν λαβών, ἱερά, Αἰσχίν. 72. 16., 75. 12· μυήσεις, Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 9. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les auspices ne sont pas favorables, non agréé par les dieux.
Étymologie: ἀ, καλλιερέω.

Spanish (DGE)

-ον
acogido desfavorablemente por los dioses ἱερά Aeschin.3.131, 152, cf. Luc.Bis Acc.2, Philostr.VA 8.7.10.

Greek Monolingual

ἀκαλλιέρητος, -ον (Α) καλλιερῶ
ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς
«ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131).

Greek Monotonic

ἀκαλλιέρητος: -ον, αυτός που έλαβε κακό οιωνό· ἱερά, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαλλιέρητος: культ. неугодный богам, являющийся дурным предзнаменованием, неблагоприятный (ἱερά Aesch., Luc.).