ἐπιταγματικός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356
(6_11)
(2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιταγματικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιτασσόμενος, περὶ τῆς ἀντωνυμίας αὐτὸς (ἐγὼ αὐτὸς) Ἀπολλών. περὶ Ἀντων. 306Α, 316C, 339Β, 407, Συντ. 62, 21, 194, 8. Ἀρκ. 144, 7.
|lstext='''ἐπιταγματικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιτασσόμενος, περὶ τῆς ἀντωνυμίας αὐτὸς (ἐγὼ αὐτὸς) Ἀπολλών. περὶ Ἀντων. 306Α, 316C, 339Β, 407, Συντ. 62, 21, 194, 8. Ἀρκ. 144, 7.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιταγμᾰτικός:''' грам. эсплетивный, вставной (о местоимении [[αὐτός]]).
}}
}}

Revision as of 14:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιταγματικός Medium diacritics: ἐπιταγματικός Low diacritics: επιταγματικός Capitals: ΕΠΙΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epitagmatikós Transliteration B: epitagmatikos Transliteration C: epitagmatikos Beta Code: e)pitagmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A subsidiary, of the pronoun αὐτός, A.D.Pron.45.12,Synt. 194.8, cf. Arc.144.7.

German (Pape)

[Seite 989] ή, όν, zum ἐπίταγμα gehörig, hinzugesetzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιταγματικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτασσόμενος, περὶ τῆς ἀντωνυμίας αὐτὸς (ἐγὼ αὐτὸς) Ἀπολλών. περὶ Ἀντων. 306Α, 316C, 339Β, 407, Συντ. 62, 21, 194, 8. Ἀρκ. 144, 7.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιταγμᾰτικός: грам. эсплетивный, вставной (о местоимении αὐτός).