ἀμφιπτυχή: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφιπτῠχή:''' ἡ, [[περίπτυξη]], [[εναγκαλισμός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀμφιπτῠχή:''' ἡ, [[περίπτυξη]], [[εναγκαλισμός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφιπτῠχή:''' ἡ объятие Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A folding round, embrace, σώματος δὸς ἀμφιπτυχάς E.Ion519.
German (Pape)
[Seite 142] ἡ, Umarmung, σώματος δὸς ἀμφιπτυχάς Eur. Ion 531.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπτῠχή: ἡ, περίπτυξις, ἐναγκαλισμός, σώματος δὸς ἀμφιπτυχὰς Εὐρ. Ἴων 519.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
embrassement.
Étymologie: ἀμφί, πτύσσω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ abrazo σώματός τ' ἀμφιπτυχάς E.Io 519.
Greek Monolingual
ἀμφιπτυχή, η (Α)
αγκάλιασμα, περίπτυξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πτυχή.
Greek Monotonic
ἀμφιπτῠχή: ἡ, περίπτυξη, εναγκαλισμός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιπτῠχή: ἡ объятие Eur.