ἐξύφασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξύφασμα:''' [ῠ], -ατος, τό, αποτελειωμένο ύφασμα, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐξύφασμα:''' [ῠ], -ατος, τό, αποτελειωμένο ύφασμα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξύφασμα:''' ατος (ῠ) τό ткань Eur.
}}
}}

Revision as of 14:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῠφασμα Medium diacritics: ἐξύφασμα Low diacritics: εξύφασμα Capitals: ΕΞΥΦΑΣΜΑ
Transliteration A: exýphasma Transliteration B: exyphasma Transliteration C: eksyfasma Beta Code: e)cu/fasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A finished web, κερκίδος ἐ. σῆς E.El.539.

German (Pape)

[Seite 890] τό, das (vollendete) Gewebe, κερκίδος Eur. El. 539; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξύφασμα: ῠ, τό, ὕφασμα, κερκίδος σῆς ἐξ. Εὐρ. Ἠλ. 539.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tissu.
Étymologie: ἐξυφαίνω.

Greek Monolingual

ἐξύφασμα, το (Α)
φρ. «κερκίδος σῆς ἐξύφασμα» — αυτό που ύφανε ο αργαλιός σου (Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξύφασμα: [ῠ], -ατος, τό, αποτελειωμένο ύφασμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξύφασμα: ατος (ῠ) τό ткань Eur.