διωκτός: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(9) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διωκτός]], -ή, -όν (Α) [[διώκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να διωχθεί<br /><b>2.</b> [[εξόριστος]], [[φυγάς]]. | |mltxt=[[διωκτός]], -ή, -όν (Α) [[διώκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να διωχθεί<br /><b>2.</b> [[εξόριστος]], [[φυγάς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διωκτός:''' <b class="num">1)</b> преследуемый, гонимый Soph.;<br /><b class="num">2)</b> искомый, желанный: τὸ καθ᾽ αὑτὸ διωκτόν Arst. то, что желательно само по себе, т. е. самоцель. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A driven into exile, banished, S.Fr.1041. 2 of objects, to be pursued, Chrysipp. ap. Ath.1.8d, Arist.EN1097a31.
Greek (Liddell-Scott)
διωκτός: -ή, -όν, φυγάς, Σοφ. Ἀποσπ. 870. 2) ἐπὶ ἀντικειμέν., ὃ πρέπει τις νὰ ἐπιδιώξῃ, Χρύσιππ. παρ᾿ Ἀθην. 8D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 4, κ. ἀλλ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 de pers. exiliado S.Fr.1041.
2 que debe ser perseguido κώθων δ' οὐ παραλειπτὸς ἀσύμβολος, ἀλλὰ δ. prov. en Chrysipp.SHell.337.
3 perseguido de algo como fin en sí mismo, Arist.EN 1097a31, Plot.5.1.2
•subst. τὸ δ. lo que se persigue Arist.de An.432b28, Top.133a26.
Greek Monolingual
διωκτός, -ή, -όν (Α) διώκω
1. αυτός που μπορεί να διωχθεί
2. εξόριστος, φυγάς.
Russian (Dvoretsky)
διωκτός: 1) преследуемый, гонимый Soph.;
2) искомый, желанный: τὸ καθ᾽ αὑτὸ διωκτόν Arst. то, что желательно само по себе, т. е. самоцель.