διαφοιβάζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαφοιβάζω:''' [[οδηγώ]] στην [[τρέλα]], [[εξοργίζω]] — Παθ. απαρ. παρακ. <i>διαπεφοιβάσθαι</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''διαφοιβάζω:''' [[οδηγώ]] στην [[τρέλα]], [[εξοργίζω]] — Παθ. απαρ. παρακ. <i>διαπεφοιβάσθαι</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαφοιβάζω:''' приводить в исступление: διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Soph. сойти с ума от несчастий. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A drive mad, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Aj.332.
Greek (Liddell-Scott)
διαφοιβάζω: ἐκμαίνω, μαινόμενον ποιῶ, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Σοφ. Αἴ. 332.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. inf. διαπεφοιβάσθαι;
agiter d’un transport furieux, mettre hors de soi.
Étymologie: διά, φοιβάζω.
Spanish (DGE)
enloquecer de terror λέγεις ... τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Ai.332.
Greek Monolingual
διαφοιβάζω (Α)
κάνω κάποιον μανιακό.
Greek Monotonic
διαφοιβάζω: οδηγώ στην τρέλα, εξοργίζω — Παθ. απαρ. παρακ. διαπεφοιβάσθαι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διαφοιβάζω: приводить в исступление: διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Soph. сойти с ума от несчастий.