κρῆθμον: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρῆθμον]], τὸ (Α)<br />άγριο [[βοτάνι]] που απαντά σε πετρώδεις και παραθαλάσσιους τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια [[λέξη]], αβέβαιης ετυμολ. που ίσως εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δίκτα</i>-<i>μον</i>, [[κάρδα]]-<i>μον</i>)]. | |mltxt=[[κρῆθμον]], τὸ (Α)<br />άγριο [[βοτάνι]] που απαντά σε πετρώδεις και παραθαλάσσιους τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια [[λέξη]], αβέβαιης ετυμολ. που ίσως εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δίκτα</i>-<i>μον</i>, [[κάρδα]]-<i>μον</i>)]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρῆθμον -ου, τό, ook κρηθμόν en m. κρηθμός, zeevenkel (plant). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A samphire, Crithmum maritimum, Hp.Nat.Mul.2,al., Call.Fr.64, Lyc.238 (pl., accented κρηθμοῖσι), Nic.Th.909. (Neut. in Dsc.2.129, Ruf.Ren.Ves.1.18 (pl.); masc. κρῆθμος, ὁ, Eust.582.16, crethmus Plin.HN26.158; κρίθμος (sic), Hdn.Gr.1.167.)
German (Pape)
[Seite 1507] τό, auch κρίθμον, ein Küchenkraut, Meerfenchel; Hippocr.; Nic. Th. 909 u. A.; – nach Schol. zu Lycophr. 238 auch ein Meerschaalthier.
Greek Monolingual
κρῆθμον, τὸ (Α)
άγριο βοτάνι που απαντά σε πετρώδεις και παραθαλάσσιους τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λέξη, αβέβαιης ετυμολ. που ίσως εμφανίζει επίθημα -μον (πρβλ. δίκτα-μον, κάρδα-μον)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρῆθμον -ου, τό, ook κρηθμόν en m. κρηθμός, zeevenkel (plant).