ἐπιδημητικός: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
(13) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιδημητικός]], -ή, -όν) [[επιδημώ]]<br />(για ζώα και [[κυρίως]] πτηνά) αυτός που διαμένει [[συνεχώς]] σε μια [[χώρα]] (στα ορεινά το [[καλοκαίρι]], στα πεδινά τον χειμώνα) σε [[αντίθεση]] με τον <i>αποδημητικό</i>. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιδημητικός]], -ή, -όν) [[επιδημώ]]<br />(για ζώα και [[κυρίως]] πτηνά) αυτός που διαμένει [[συνεχώς]] σε μια [[χώρα]] (στα ορεινά το [[καλοκαίρι]], στα πεδινά τον χειμώνα) σε [[αντίθεση]] με τον <i>αποδημητικό</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιδημητικός:''' остающийся на месте, оседлый (ζῷα Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A staying at home, non-migratory, ζῷα, opp. ἐκτοπιστικά, Arist. HA488a13. II. ἐπιδημητικά, τά, expenses of a governor's visit, Cod.Just.12.40.12.
German (Pape)
[Seite 937] ή, όν, zu Hause bleibend, ζῷα, im Ggstz von ἐκτοπιστικά, Arist. H. A. 1, 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιδημητικός, -ή, -όν) επιδημώ
(για ζώα και κυρίως πτηνά) αυτός που διαμένει συνεχώς σε μια χώρα (στα ορεινά το καλοκαίρι, στα πεδινά τον χειμώνα) σε αντίθεση με τον αποδημητικό.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδημητικός: остающийся на месте, оседлый (ζῷα Arst.).