επιδημώ

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

(AM ἐπιδημῶ, -έω) επίδημος
1. μένω στην πατρίδα μου ή στον τόπο κατοικίας μου
2. διαμένω προσωρινά σε έναν τόπο
3. (για τον Χριστό) έρχομαι στη Γη και μένω ανάμεσα στους ανθρώπους («ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ»)
4. (για νόσο) παρουσιάζομαι και διαδίδομαι σε έναν τόπο
αρχ.-μσν.
1. επιστρέφω
2. φθάνω
3. βρίσκομαι στη ζωή, ζω
αρχ.
επισκέπτομαι.