ὑπερώϊος: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(43)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερώιος]], -ωΐη, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπερώα]] (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια [[απόφυση]]» γ. «υπερώια [[πτυχή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπερώιο [[ιστίο]]»<br /><b>ανατ.</b> η μαλακή [[υπερώα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο ὑπερῴος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. <span style="color: red;"><</span> [[υπερώα]], ενώ με την αρχ. σημ. [[είναι]] παρλλ. του [[ὑπερῷος]]].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερώιος]], -ωΐη, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπερώα]] (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια [[απόφυση]]» γ. «υπερώια [[πτυχή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπερώιο [[ιστίο]]»<br /><b>ανατ.</b> η μαλακή [[υπερώα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο ὑπερῴος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. <span style="color: red;"><</span> [[υπερώα]], ενώ με την αρχ. σημ. [[είναι]] παρλλ. του [[ὑπερῷος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερώϊος:''' Hom. = [[ὑπερῷος]].
}}
}}

Revision as of 15:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερώϊος Medium diacritics: ὑπερώϊος Low diacritics: υπερώϊος Capitals: ΥΠΕΡΩΪΟΣ
Transliteration A: hyperṓïos Transliteration B: hyperōios Transliteration C: yperoios Beta Code: u(perw/i+os

English (LSJ)

η, ον,

   A v. ὑπερῷος.

German (Pape)

[Seite 1205] s. ὑπερῷος.

French (Bailly abrégé)

v. ὑπερῷος.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπερώιος, -ωΐη, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Α
νεοελλ.
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερώα (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια απόφυση» γ. «υπερώια πτυχή»)
2. φρ. «υπερώιο ιστίο»
ανατ. η μαλακή υπερώα
αρχ.
ο ὑπερῴος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. < υπερώα, ενώ με την αρχ. σημ. είναι παρλλ. του ὑπερῷος].

Russian (Dvoretsky)

ὑπερώϊος: Hom. = ὑπερῷος.