ἁβρόπηνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁβρόπηνος:''' -ον ([[πήνη]]), αυτός που έχει λεπτή ύφανση, κομψή [[πλέξη]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἁβρόπηνος:''' -ον ([[πήνη]]), αυτός που έχει λεπτή ύφανση, κομψή [[πλέξη]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁβρόπηνος:''' тонко вытканный, из тончайшей ткани (προκαλύμματα Aesch. - v. l. [[ἁβρότιμος]]).
}}
}}

Revision as of 15:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁβρόπηνος Medium diacritics: ἁβρόπηνος Low diacritics: αβρόπηνος Capitals: ΑΒΡΟΠΗΝΟΣ
Transliteration A: habrópēnos Transliteration B: habropēnos Transliteration C: avropinos Beta Code: a(bro/phnos

English (LSJ)

ον, (πήνη)

   A of delicate texture, Lyc.863.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόπηνος: -ον, (πήνη) ὁ ἔχων λεπτὴν ὑφήν, λεπτῶς ὑφασμένος, ἁβροπήνους πέπλους, Λυκόφ. 863: ὁπόθεν εἰσήχθη ὑπὸ Σαλμασίου εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 690· ἀντὶ τοῦ κοιν. ἁβροτίμων.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu délicat.
Étymologie: ἁβρός, πήνη.

Spanish (DGE)

-ον
de delicado tejido προκαλύμματα A.A.690 (cj., pero cód. ἁβρότῑμος q.u.), πέπλοι Lyc.863.

Greek Monotonic

ἁβρόπηνος: -ον (πήνη), αυτός που έχει λεπτή ύφανση, κομψή πλέξη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἁβρόπηνος: тонко вытканный, из тончайшей ткани (προκαλύμματα Aesch. - v. l. ἁβρότιμος).