ἀγήρως: Difference between revisions

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
(2)
(1)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγήρως:''' -ων, συνηρ. αντί [[ἀγήραος]].
|lsmtext='''ἀγήρως:''' -ων, συνηρ. αντί [[ἀγήραος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγήρως:''' стяж. к [[ἀγήραος]].
}}
}}

Revision as of 15:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 13] ων (γῆρας), nicht alternd, ewig jung, Hom. neunmal, ἀγήρων ἀθανάτην τε Iliad. 2, 447, ἀγήρω τ' ἀθανάτω τε Iliad. 12, 323. 17, 444, ἀθάνατος καὶ ἀγήρως Iliad. 8, 539 Od. 5, 218, ἀθάνατον καὶ ἀγήρων Od. 5, 136. 7, 257. 23, 336, ἀθανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως Od. 7, 94. Vgl. ἀγήραος. – Acc. sing. h. Cer. 242 ἀγήρων, wofür Hes. Th. 949 ἀγήρω steht; acc. pl. ἀγήρως H. in Apoll. 151, wie Ep. ad. 183 (App. 169 τιμὰς ἀγ.); Soph. ἀγήρως χρόνος Ant. 604 ch. In Prosa ἤπαινος Thuc. 2, 43; εὔκλειαν ἀγήρω καταλιπεῖν Dem. 60, 32; τιμάς ibd. 36; Plat. ἀθάνατον καὶ ἀγ. λόγων πάθος Phil. 15 d; ebenso Polit. 273 e; ἄνοσος καὶ ἀγ. Tim. 33 a; von Steinen Legg. XII, 947 d; von Pflanzen, παραμένει ἀγήρω καὶ χλοερά Plut. Symp. 3, 2 g. E.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγήρως: ων· ἴδε ἀγήραος.

French (Bailly abrégé)

v. ἀγήραος.

English (Autenrieth)

(γῆρας): ageless, unfading, always with ἀθάνατος.

Spanish (DGE)

v. ἀγήραος.

Greek Monotonic

ἀγήρως: -ων, συνηρ. αντί ἀγήραος.

Russian (Dvoretsky)

ἀγήρως: стяж. к ἀγήραος.