ἀδέψητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδέψητος:''' -ον ([[δεψέω]]), [[ακατέργαστος]], λέγεται για το ακατέργαστο [[δέρμα]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀδέψητος:''' -ον ([[δεψέω]]), [[ακατέργαστος]], λέγεται για το ακατέργαστο [[δέρμα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδέψητος:''' невыделанный, недубленый ([[βοέη]] Hom.; αἰγὸς [[στέρφος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 15:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδέψητος Medium diacritics: ἀδέψητος Low diacritics: αδέψητος Capitals: ΑΔΕΨΗΤΟΣ
Transliteration A: adépsētos Transliteration B: adepsētos Transliteration C: adepsitos Beta Code: a)de/yhtos

English (LSJ)

ον, (δεψέω)

   A untanned, βοέη Od.20.2,142, cf. A.R.3.206, AP6.298 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 33] ungegerbt, Hom. zweimal, Od. 20, 2 κὰμ μὲν ἀδέψητον βοέην στόρεσ', 20, 142 ἀλλ' ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ; – Ap. Rh. 3. 206 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδέψητος: -ον, (δεψέω) ἀκατέργαστος, ἐπὶ ἀκατεργάστου δέρματος, Ὀδ. Υ. 2, 142, Ἀνθ. Π. 6. 298.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non tanné.
Étymologie: ἀ, δέψω.

English (Autenrieth)

(δέψω): untanned.

Spanish (DGE)

-ον
de piel no curtida βοέη Od.20.2, 142, βοεία A.R.3.206, Nonn.D.26.176, πήρη ἀ. ... αἰγός AP 6.298 (Leon.).

Greek Monotonic

ἀδέψητος: -ον (δεψέω), ακατέργαστος, λέγεται για το ακατέργαστο δέρμα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδέψητος: невыделанный, недубленый (βοέη Hom.; αἰγὸς στέρφος Anth.).