ἀγάθεος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
(2)
(1)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγάθεος:''' Δωρ. αντί [[ἠγάθεος]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀγάθεος:''' Δωρ. αντί [[ἠγάθεος]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγάθεος:''' дор. Pind. = [[ἠγάθεος]].
}}
}}

Revision as of 15:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 5] dor. für ἠγάθεος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάθεος: Δωρ. ἀντὶ ἠγάθεος, Πίνδ.

French (Bailly abrégé)

v. ἠγάθεος.

English (Slater)

ᾱγᾰθεος
   1 most holy ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ (P. 9.71) ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι (N. 6.34)

Greek Monotonic

ἀγάθεος: Δωρ. αντί ἠγάθεος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγάθεος: дор. Pind. = ἠγάθεος.