ἀδιάγνωστος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
(big3_1) |
(1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no se puede distinguir]] ὁ τῆς λίμνης τύπος D.S.1.30, ὀνόματα Aristid.Quint.7.13, ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.<i>Mir</i>.25(29).<br /><b class="num">2</b> [[difícil de leer]] Ptol.<i>Tetr</i>.1.21.21. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no se puede distinguir]] ὁ τῆς λίμνης τύπος D.S.1.30, ὀνόματα Aristid.Quint.7.13, ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.<i>Mir</i>.25(29).<br /><b class="num">2</b> [[difícil de leer]] Ptol.<i>Tetr</i>.1.21.21. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀδιάγνωστος:''' неразличимый, незаметный (ὁ τῆς λίμνης [[τύπος]] Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A indistinguishable, D.S.1.30; ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.Mir.25(29); hard to distinguish or understand, ὀνόματα Aristid. Quint.1.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάγνωστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαγνώσῃ, διακρίνῃ, Διόδ. 1. 30· δύσκολος νὰ διακριθῇ ἢ κατανοηθῇ, ὀνόματα, Ἀριστείδ. Κουϊντιλ. 9. 14.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se puede distinguir ὁ τῆς λίμνης τύπος D.S.1.30, ὀνόματα Aristid.Quint.7.13, ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.Mir.25(29).
2 difícil de leer Ptol.Tetr.1.21.21.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάγνωστος: неразличимый, незаметный (ὁ τῆς λίμνης τύπος Diod.).