ἀγχόθεν: Difference between revisions
From LSJ
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγχόθεν:''' ,επίρρ. ([[ἀγχοῦ]]), από κοντά, εκ του [[σύνεγγυς]], εκ του [[πλησίον]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀγχόθεν:''' ,επίρρ. ([[ἀγχοῦ]]), από κοντά, εκ του [[σύνεγγυς]], εκ του [[πλησίον]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγχόθεν:''' adv. с близкого расстояния, вблизи ([[ἰδεῖν]] τι Her.; τῶν εὐχωλῶν ἐπαΐειν Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A from near athand, Hdt.4.31, Luc.Syr.D.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχόθεν: ἐπίρρ. (ἀγχοῦ) ἐκ τοῦ πλησίον, Ἡρόδ. 4. 31., Λουκ. π. Συρ. Θ. 28: ἐναντίον τοῦ πόρρωθεν.
French (Bailly abrégé)
adv.
en venant d’un lieu voisin.
Étymologie: ἄγχι, -θεν.
Spanish (DGE)
adv. de cerca ἀ. χιόνα ... πίπτουσαν εἶδε Hdt.4.31, οἱ δὲ τῶν εὐχωλέων ἀ. ἐπαΐουσιν Luc.Syr.D.28.
Greek Monotonic
ἀγχόθεν: ,επίρρ. (ἀγχοῦ), από κοντά, εκ του σύνεγγυς, εκ του πλησίον, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχόθεν: adv. с близкого расстояния, вблизи (ἰδεῖν τι Her.; τῶν εὐχωλῶν ἐπαΐειν Luc.).