αἰθαλίων: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰθαλίων:''' -ωνος ([[αἴθαλος]]), επίθ. του <i>τέττιγος</i>, [[σκοτεινός]], [[σκούρος]], αυτός που φέρει το [[χρώμα]] του καπνού, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''αἰθαλίων:''' -ωνος ([[αἴθαλος]]), επίθ. του <i>τέττιγος</i>, [[σκοτεινός]], [[σκούρος]], αυτός που φέρει το [[χρώμα]] του καπνού, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰθᾰλίων:''' ωνος (θᾰ) adj. m предполож. темнокоричневый (τέττιγες Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ωνος, prob.
A = αἰθαλόεις 11.2, τέττιγες Theoc.7.138.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθαλίων: -ωνος, ἐπίθ. τέττιγος, πιθανῶς = αἰθαλόεις, ΙΙ, 2. Θεόκρ. 7. 138.
French (Bailly abrégé)
ωνος;
adj. m.
brûlé ou noirci par le soleil.
Étymologie: αἴθαλος.
Greek Monotonic
αἰθαλίων: -ωνος (αἴθαλος), επίθ. του τέττιγος, σκοτεινός, σκούρος, αυτός που φέρει το χρώμα του καπνού, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
αἰθᾰλίων: ωνος (θᾰ) adj. m предполож. темнокоричневый (τέττιγες Theocr.).