αἰγῶνυξ: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰγῶνυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[αἴξ]], [[ὄνυξ]]), αυτός που έχει νύχια, οπλές κατσίκας, σε Ανθ. | |lsmtext='''αἰγῶνυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[αἴξ]], [[ὄνυξ]]), αυτός που έχει νύχια, οπλές κατσίκας, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰγῶνυξ:''' ῠχος adj. с козьими копытами, козлоногий ([[Πάν]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ῠχος, ὁ, ἡ, (ὄνυξ)
A goat-hoofed, AP6.35 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, (ὄνυξ) ὁ ἔχων ὄνυχας αἰγός, Ἀνθ. Π. 6. 35.
French (Bailly abrégé)
υχος (ὁ, ἡ)
aux pieds de chèvre.
Étymologie: αἴξ, ὄνυξ.
Spanish (DGE)
-ῠχος de pezuñas de cabra Πάν AP 6.35 (Leon.).
Greek Monotonic
αἰγῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ (αἴξ, ὄνυξ), αυτός που έχει νύχια, οπλές κατσίκας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αἰγῶνυξ: ῠχος adj. с козьими копытами, козлоногий (Πάν Anth.).