Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀθέρμαντος: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθέρμαντος:''' -ον, αυτός που δεν θερμαίνεται· [[ἀθέρμαντος]] [[ἑστία]], [[οικογένεια]] που δεν φλέγεται από έριδες ή [[πάθη]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀθέρμαντος:''' -ον, αυτός που δεν θερμαίνεται· [[ἀθέρμαντος]] [[ἑστία]], [[οικογένεια]] που δεν φλέγεται από έριδες ή [[πάθη]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθέρμαντος:''' несогретый, холодный ([[ἑστία]] δόμων Aesch.).
}}
}}

Revision as of 15:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθέρμαντος Medium diacritics: ἀθέρμαντος Low diacritics: αθέρμαντος Capitals: ΑΘΕΡΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: athérmantos Transliteration B: athermantos Transliteration C: athermantos Beta Code: a)qe/rmantos

English (LSJ)

ον,

   A not heated; ἑστία A.Ch.629, either a cold hearth, or (as Sch.) a household not heated by strife or passion.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθέρμαντος: -ον, ὁ μὴ θερμανθείς, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 629· ἀθ. ἐστία, πιθ. ἑστία, δηλ. οἰκογένεια μὴ θερμαινομένη δι’ ἐρίδων καὶ παθῶν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non réchauffé;
2 qui ne peut être réchauffé.
Étymologie: ἀ, θερμαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
frío, apagado ἑστία A.Ch.629, Τάρταρος Chrys.M.60.735, cf. Sch.Hes.Th.5a, σώματα Gal.7.40, cf. 18(2).457, ἀήρ Alex.Aphr.Pr.1.113.

Greek Monotonic

ἀθέρμαντος: -ον, αυτός που δεν θερμαίνεται· ἀθέρμαντος ἑστία, οικογένεια που δεν φλέγεται από έριδες ή πάθη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθέρμαντος: несогретый, холодный (ἑστία δόμων Aesch.).