αἱματηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱμᾰτηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[αίμα]], [[αιματηρός]], [[αιμοχαρής]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αἱμᾰτηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[αίμα]], [[αιματηρός]], [[αιμοχαρής]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμᾰτηφόρος:''' несущий кровопролитие, смертоносный ([[μόρος]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 15:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτηφόρος Medium diacritics: αἱματηφόρος Low diacritics: αιματηφόρος Capitals: ΑΙΜΑΤΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: haimatēphóros Transliteration B: haimatēphoros Transliteration C: aimatiforos Beta Code: ai(mathfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bringing blood: bloody, υόρος A.Th.419 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτηφόρος: -ον, φέρων αἷμα, αἱματόεις, μόρος, Αἰσχύλ. Θ. 419.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte du sang.
Étymologie: αἷμα, φέρω.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτηφόρος) -ον portador de sangre μόρος A.Th.419.

Greek Monotonic

αἱμᾰτηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει αίμα, αιματηρός, αιμοχαρής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτηφόρος: несущий кровопролитие, смертоносный (μόρος Aesch.).