αἱματηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱμᾰτηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[αίμα]], [[αιματηρός]], [[αιμοχαρής]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''αἱμᾰτηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[αίμα]], [[αιματηρός]], [[αιμοχαρής]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱμᾰτηφόρος:''' несущий кровопролитие, смертоносный ([[μόρος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bringing blood: bloody, υόρος A.Th.419 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτηφόρος: -ον, φέρων αἷμα, αἱματόεις, μόρος, Αἰσχύλ. Θ. 419.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte du sang.
Étymologie: αἷμα, φέρω.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτηφόρος) -ον portador de sangre μόρος A.Th.419.
Greek Monotonic
αἱμᾰτηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει αίμα, αιματηρός, αιμοχαρής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτηφόρος: несущий кровопролитие, смертоносный (μόρος Aesch.).