ἀθλητήρ: Difference between revisions
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθλητήρ:''' -ῆρος, ὁ, αρχαιότερος [[τύπος]] του [[ἀθλητής]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀθλητήρ:''' -ῆρος, ὁ, αρχαιότερος [[τύπος]] του [[ἀθλητής]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀθλητήρ:''' ион. ἀεθλητήρ, ῆρος ὁ участник состязания, борец Hom., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = ἀθλητής, Od.8.164, IG3.1171.3, POxy. 1015.8 (poet.).
German (Pape)
[Seite 47] ῆρος, ὁ, Kämpfer, Hom. einmal, in Bezug auf Kampfspiele, Od. 8, 164.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθλητήρ: ῆρος, ὁ ἀρχαιότερος τύπος τοῦ ἀθλητής, Ὀδ. Θ. 164, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 969.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
combattant, lutteur.
Étymologie: ἀθλέω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Alolema(s): jón., ép. ἀεθλ-
campeón, atleta, Od.8.164, Theoc.22.24, IG 22.2193.3 (II/III d.C.), GDRK 16.8, Nonn.D.10.374, 19.64, 37.546, 674, AP 2.234 (Christod.)
•de gladiadores Ἄρεως ἀ. ITomis 188.17 (II d.C.).
Greek Monotonic
ἀθλητήρ: -ῆρος, ὁ, αρχαιότερος τύπος του ἀθλητής, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθλητήρ: ион. ἀεθλητήρ, ῆρος ὁ участник состязания, борец Hom., Anth.