ἀβέλτερος: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀβέλτερος:''' -α, -ον, [[ανώφελος]], [[ανόητος]], [[αφελής]], [[μωρός]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· υπερθ. <i>ἀβελτερώτατος</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀβέλτερος:''' -α, -ον, [[ανώφελος]], [[ανόητος]], [[αφελής]], [[μωρός]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· υπερθ. <i>ἀβελτερώτατος</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀβέλτερος:''' глупый, тупоумный Arph., Plat., Arst., Dem., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (α, ον Pl.Phlb.48c)
A silly, stupid, Ar.Nu.1201, Antiph. 324, Pl.R.409c, etc.; δόξαι Polystr.p.29W.; πρός τι Anaxandr.21; ἀ. τι παθεῖν D.19.338: c. inf., ἀ. ἀντιτείνειν Hierocl. in CA10p.434M.: irreg. Comp. ἀβελτερέστερος (s.v.l.) Gal.18(2).337: Sup. -ώτατος Ar.Ra.989; of Margites, Hyp.Lyc.7. Adv. -ρως Polystr. l.c., Plu. 2.127e. (Comic formation, cf. βέλτερος.)
German (Pape)
[Seite 3] α, ον (das fem. ἀβελτέραν ἕξιν Plat. Phil. 48 c, neben ἄγνοιαν), einfältig, Ar. Nub. 1183, schol. ἀνόητος, ἀπαίδευτος, und a. com., z. B. Ggstz von ἔμφρωνAlex. Ath. XII, 562 b; πρὸς τὰ θεῖα Anaxandr. Stob. ecl. phys. 2, 1; superlat. Arist. Ran. 999; Dem. 9, 14. – Adv. Plut. de san. tu. p. 385.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβέλτερος: -α, -ον, (Πλατ. Φιλ. 48, C), μηδαμινός, ἀνόητος, μωρός, βλάξ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1201. Ἀντιφ., κτλ. ― «πρός τι Ἀναξανδρ. ἐν «κανηφόρῳ», 1. ἀβ. τι παθεῖν Δημ. 449, 26: ― ὑπερθ. -ώτατος Ἀριστοφ.. Βατρ. 989. περὶ Μαργίτου Ὑπερείδ. Λυκ. 6. Ἐπίρρ. -ρως Πλουτ. 2, 531C.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
sot, stupide.
Étymologie: DELG formation plaisante et familière sur βέλτερος, avec ἀ augmentatif : « vraiment trop bon » (ironique).
Ant. ἔμφρων.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [-α, -ον Pl.Phlb.48c; sup. -ώτατος Ar.Ra.989, compar. ἀβελτέστερον Gal.18(2).337]
1 simple, bobo τί κάθησθ' ἀβέλτεροι; Ar.Nu.1201, ἀβελτερώτατοι κεχηνότες ... καθῆντο Ar.Ra.989, cf. Ec.768, ἠλίθιος κἀβέλτερος Ar.Th.290, cf. Amphis 41, Theophil.12.2, Pl.R.309c, Μαργίτης ὁ πάντων ἀβελτερώτατος Hyp.Lyc.7, ἰατρός Gal.18(2).337, δόξαι Polystr.Contempt.30.2, πρὸς τὰ θεῖα Anaxandr.22, μηδὲν ἀβέλτερον πάθητε D.19.338, cf. Men.Sam.653
•c. inf. ἀντιτείνειν Hierocl.in CA 10.
2 adv. -ως tontamente τὰ ἀ. καὶ κενῶς ... λεγόμενα las afirmaciones tonta y vanamente realizadas Polystr.Contempt.30.2, cf. Plu.2.961e, αἰσχυνόμενοι Plu.2.127e.
• Etimología: Formado sobre el compar. βέλτερος q.u., tal vez c. ἀ- intensiva y valor irónico.
Greek Monotonic
ἀβέλτερος: -α, -ον, ανώφελος, ανόητος, αφελής, μωρός, σε Αριστοφ. κ.λπ.· υπερθ. ἀβελτερώτατος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβέλτερος: глупый, тупоумный Arph., Plat., Arst., Dem., Plut.