αἰσχρολογέω: Difference between revisions
From LSJ
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰσχρολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[λέγω]]) = [[αἰσχροεπέω]], [[μεταχειρίζομαι]] αισχρή [[φρασεολογία]], [[μιλώ]] με χυδαία [[λόγια]] ή εκφράσεις, σε Πλάτ. | |lsmtext='''αἰσχρολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[λέγω]]) = [[αἰσχροεπέω]], [[μεταχειρίζομαι]] αισχρή [[φρασεολογία]], [[μιλώ]] με χυδαία [[λόγια]] ή εκφράσεις, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰσχρολογέω:''' держать непристойные речи Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A = αἰσχροεπέω, Pl. R.395e, Brysonap.Arist.Rh.1405b10.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρολογέω: αἰσχροεπέω, Πλάτ. Πολ. 395Ε., Bryson Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13.
Spanish (DGE)
decir obscenidadescomo en la comedia κωμῳδοῦντας ἀλλήλους καὶ αἰσχρολογοῦντας Pl.R.395e, cf. Arist.Rh.1405b9, en las fiestas de Deméter, D.S.5.4.
Greek Monotonic
αἰσχρολογέω: μέλ. -ήσω (λέγω) = αἰσχροεπέω, μεταχειρίζομαι αισχρή φρασεολογία, μιλώ με χυδαία λόγια ή εκφράσεις, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχρολογέω: держать непристойные речи Plat.