ἀκροπενθής: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκροπενθής:''' -ές ([[πένθος]]), υπερβολικά [[θλιμμένος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀκροπενθής:''' -ές ([[πένθος]]), υπερβολικά [[θλιμμένος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκροπενθής:''' горько скорбящий (Περσίδες Aesch. - v. l. [[ἁβροπενθής]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A f.l. for ἁβρο-, A.Pers.135 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροπενθής: -ές, εἰς ὑπερβολὴν τεθλιμμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 135 (λυρ.)· ἀλλ’ ὁ Paley γράφει ἁβροπενθεῖς, ἁβρῶς πενθοῦσαι, ἐκ τοῦ Σχολ., πρβλ. ἁβρόγοος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
extrêmement affligé.
Étymologie: ἄκρος, πένθος.
Greek Monolingual
ἀκροπενθὴς (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + -πενθὴς < πένθος.
Greek Monotonic
ἀκροπενθής: -ές (πένθος), υπερβολικά θλιμμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροπενθής: горько скорбящий (Περσίδες Aesch. - v. l. ἁβροπενθής).