ἀλληλοτυπία: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλληλοτυπία]], η (Α)<br />αμοιβαίο [[κτύπημα]], αμοιβαία [[πρόσκρουση]] ή [[συμπίεση]] (πρόκειται για τα άτομα του Δημοκρίτου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλότυπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τύπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]].
|mltxt=[[ἀλληλοτυπία]], η (Α)<br />αμοιβαίο [[κτύπημα]], αμοιβαία [[πρόσκρουση]] ή [[συμπίεση]] (πρόκειται για τα άτομα του Δημοκρίτου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλότυπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τύπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλληλοτῠπία:''' ἡ (взаимное) столкновение Democr.
}}
}}

Revision as of 16:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλληλοτῠπία Medium diacritics: ἀλληλοτυπία Low diacritics: αλληλοτυπία Capitals: ΑΛΛΗΛΟΤΥΠΙΑ
Transliteration A: allēlotypía Transliteration B: allēlotypia Transliteration C: allilotypia Beta Code: a)llhlotupi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mutual impact, of atoms, Placit.1.12.6 : pl., Ph.2.489.

German (Pape)

[Seite 103] ἡ, das Aneinanderschlagen, Democrit. bei Stob. ecl. I p. 348.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλοτῠπία: ἡ, τὸ ἀμοιβαίως πλήττεσθαι ἢ τραυματίζεσθαι, Δημόκριτ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 348.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
choque mutuo, colisiónde los átomos, en las teorías de Demócrito y Epicuro (πολλοὶ κόσμοι) ὧν τὴν μὲν γένεσιν ἀλληλοτυπίαις καὶ ἐπιπλοκαῖς ἀνατιθέασι Ph.2.489, cf. Placit.1.12.6.

Greek Monolingual

ἀλληλοτυπία, η (Α)
αμοιβαίο κτύπημα, αμοιβαία πρόσκρουση ή συμπίεση (πρόκειται για τα άτομα του Δημοκρίτου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλότυπος < ἀλληλο- + τύπος < τύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλληλοτῠπία: ἡ (взаимное) столкновение Democr.