ἀμεθύστινος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμεθύστινος:''' -η, -ον, αυτός που προέρχεται από αμέθυστο, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀμεθύστινος:''' -η, -ον, αυτός που προέρχεται από αμέθυστο, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμεθύστινος:''' аметистовый (βωμοί Luc.).
}}
}}

Revision as of 16:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεθύστινος Medium diacritics: ἀμεθύστινος Low diacritics: αμεθύστινος Capitals: ΑΜΕΘΥΣΤΙΝΟΣ
Transliteration A: amethýstinos Transliteration B: amethystinos Transliteration C: amethystinos Beta Code: a)mequ/stinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of amethyst, βωμοί Luc.VH2.11.

German (Pape)

[Seite 120] aus Amethyst, Luc. V. H. 2, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεθύστινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀμεθύστου, Λουκ. περὶ Ἀλ Ἱστ. 2. 11.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d’améthyste.
Étymologie: ἀμέθυστος.

Spanish (DGE)

-η, -ον
1 de amatista βωμοί Luc.VH 2.11.
2 del color de la amatista, amethystinasque mulierum uocat uestes Mart.1.96, cum potes amethystinos trientes Mart.10.49, cf. Plin.HN 21.45, Suet.Nero 32.3, Iuu.7.136, sardonicem pingunt amethystina Prud.Psych.860.

Greek Monolingual

ἀμεθύστινος, -η -ον (Α) ἀμέθυστος
από λίθο αμέθυστο.

Greek Monotonic

ἀμεθύστινος: -η, -ον, αυτός που προέρχεται από αμέθυστο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμεθύστινος: аметистовый (βωμοί Luc.).