ἀμῶς: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
(3) |
(1) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁμῶς]] και [[ἀμῶς]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />(μόνο σε συνθ. με το <i>γέ πως</i>) [[ἁμῶς]] γέ πως</i><br />[[κατά]] έναν οποιονδήποτε τρόπο, [[οπωσδήποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. του αχρήστου <i>ἁμὸς</i> «τὶς» (<b>βλ.</b> <i>ἁμὸς</i> ΙΙ)]. | |mltxt=[[ἁμῶς]] και [[ἀμῶς]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />(μόνο σε συνθ. με το <i>γέ πως</i>) [[ἁμῶς]] γέ πως</i><br />[[κατά]] έναν οποιονδήποτε τρόπο, [[οπωσδήποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. του αχρήστου <i>ἁμὸς</i> «τὶς» (<b>βλ.</b> <i>ἁμὸς</i> ΙΙ)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμῶς:''' или [[ἁμῶς]], только в ἁμωσ-γέ-πως adv. каким-л. образом, как-либо, так или иначе Arph., Lys., Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 147] att. ἁμῶς, bes. in der Zusammensetzung ἁμωσγέπως, auf irgend eine Weise, Plat. Tim. 52 c u. bei Rednern, z. B. Lys. 13, 7; auch Sp., wie Plut. S. N. V. 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans le composé ἀμωσγέπως d’une manière quelconque.
Étymologie: ἀμός, γε, πως.
Greek Monolingual
ἁμῶς και ἀμῶς επίρρ. (Α)
(μόνο σε συνθ. με το γέ πως) ἁμῶς γέ πως
κατά έναν οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. του αχρήστου ἁμὸς «τὶς» (βλ. ἁμὸς ΙΙ)].
Russian (Dvoretsky)
ἀμῶς: или ἁμῶς, только в ἁμωσ-γέ-πως adv. каким-л. образом, как-либо, так или иначе Arph., Lys., Plat., Plut.