ἁμιλλητικός: Difference between revisions
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁμιλλητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αναφέρεται στην [[άμιλλα]] ή ρέπει [[προς]] αυτήν, [[αγωνιστικός]], [[ανταγωνιστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁμιλλῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>τικός</i>]. | |mltxt=[[ἁμιλλητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αναφέρεται στην [[άμιλλα]] ή ρέπει [[προς]] αυτήν, [[αγωνιστικός]], [[ανταγωνιστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁμιλλῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>τικός</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁμιλλητικός:''' (ᾰμ) состязательный ([[γένος]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for contest, Pl.Sph. 225a.
German (Pape)
[Seite 125] zum Wettkampfe gehörig, Plat. Soph. 225 a, dem μαχητικός entggstzt.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμιλλητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἀγῶνα, Πλάτ. Σοφ. 225Α.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
opuesto, enfrentado προσκρουστικὸς ἀεὶ καὶ ἁμιλλητικὸς πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Dam.Fr.278a
•τὸ ἁ. la rivalidad op. τὸ μαχητικόν Pl.Sph.225a.
Greek Monolingual
ἁμιλλητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αναφέρεται στην άμιλλα ή ρέπει προς αυτήν, αγωνιστικός, ανταγωνιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. -τικός].
Russian (Dvoretsky)
ἁμιλλητικός: (ᾰμ) состязательный (γένος Plat.).