ἀναληπτέον: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_20)
(1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναληπτέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις ν’ ἀναλάβῃ ἐκ νέου, [[ταῦτα]] εἰς μνήμην [[ἀναληπτέον]], Πλάτ. Νομ. 864Β· μνήμην ὅ,τί ποτ’ ἔστι, πρότερον [[ἀναληπτέον]], πρέπει τις ν’ ἀρχίσῃ νὰ ἐξετάσῃ, ὁ αὐτ. Φίλ. 33C.
|lstext='''ἀναληπτέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις ν’ ἀναλάβῃ ἐκ νέου, [[ταῦτα]] εἰς μνήμην [[ἀναληπτέον]], Πλάτ. Νομ. 864Β· μνήμην ὅ,τί ποτ’ ἔστι, πρότερον [[ἀναληπτέον]], πρέπει τις ν’ ἀρχίσῃ νὰ ἐξετάσῃ, ὁ αὐτ. Φίλ. 33C.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναληπτέον:''' adj. verb. к [[ἀναλαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 16:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναληπτέον Medium diacritics: ἀναληπτέον Low diacritics: αναληπτέον Capitals: ΑΝΑΛΗΠΤΕΟΝ
Transliteration A: analēptéon Transliteration B: analēpteon Transliteration C: analipteon Beta Code: a)nalhpte/on

English (LSJ)

   A one must take up a question, Pl.Phlb.33c; recall, εἰς μνήμην Id.Lg.864b; ἀ. ἑαυτούς they must recover themselves, Plu.2.136a, cf. Sor.2.59:—Adj. -τέος Plu.2.1116e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναληπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις ν’ ἀναλάβῃ ἐκ νέου, ταῦτα εἰς μνήμην ἀναληπτέον, Πλάτ. Νομ. 864Β· μνήμην ὅ,τί ποτ’ ἔστι, πρότερον ἀναληπτέον, πρέπει τις ν’ ἀρχίσῃ νὰ ἐξετάσῃ, ὁ αὐτ. Φίλ. 33C.

Russian (Dvoretsky)

ἀναληπτέον: adj. verb. к ἀναλαμβάνω.