ἀνακάπτω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνακάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καταβροχθίζω]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀνακάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καταβροχθίζω]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνακάπτω:''' проглатывать, пожирать (τι Her. etc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A gulp down, Hdt.2.93, Ar.Av.579, Arist.HA541a13, al.
German (Pape)
[Seite 191] verschlucken, verzehren, Her. 2, 93; Ar. Av. 579.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακάπτω: χάπτω εὐθύς, καταβροχθίζω, «ἡγέονται δὲ οἱ ἔρσενες (ἰχθύες) ἀπορραίνοντες τοῦ θοροῦ· αἱ δὲ ἑπόμεναι ἀνακάπτουσι» Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστοφ. Ὄρν. 579, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 9 καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
dévorer.
Étymologie: ἀνά, κάπτω.
Spanish (DGE)
tragar (θορόν) Hdt.2.93, cf. Arist.HA 541a13, σπέρμα Ar.Au.579, cf. Arist.GA 756a6, ἀνακάπτων τὸ ἀποκρουόμενον Plu.2.977a.
Greek Monolingual
ἀνακάπτω (Α)
καταβροχθίζω, χάφτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κάπτω «χάφτω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκαψις.
Greek Monotonic
ἀνακάπτω: μέλ. -ψω, καταβροχθίζω, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακάπτω: проглатывать, пожирать (τι Her. etc.).