ἀνεκβίαστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
(4) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνεκβίαστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εκβιάσει, [[ακατανίκητος]], [[ακαταμάχητος]]. | |mltxt=[[ἀνεκβίαστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εκβιάσει, [[ακατανίκητος]], [[ακαταμάχητος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεκβίαστος:''' неодолимый ([[εἱμαρμένη]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not to be overpowered, Chrysipp.Stoic.2.64, v.l. in Gell.1.2.7.
German (Pape)
[Seite 221] unbezwinglich, εἱμαρμένη Plut. Stoic. repugn. 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκβίαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκβιάσῃ, νὰ κατανικήσῃ, Πλούτ. 2. 1055D. - Ἐπίρρ. ἀνεκβιάστως, Γέλλ. Ἀττ. Νύκτ. 1. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que la violence ne peut écarter.
Étymologie: ἀ, ἐκβιάζομαι.
Spanish (DGE)
-ον
que no puede ser dominado, δύναμις Chrysipp.Stoic.2.64, Plu.2.1055e, cf. Gell.1.2.7 (u.l.).
Greek Monolingual
ἀνεκβίαστος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκβιάσει, ακατανίκητος, ακαταμάχητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεκβίαστος: неодолимый (εἱμαρμένη Plut.).